- συμμέτοχος
- -η, -οαυτός που συμμετέχει: Είναι συμμέτοχοι στα κέρδη της επιχείρησης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συμμέτοχος — partaking with masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμέτοχος — η, ο / συμμέτοχος, ον, ΝΑ [συμμετέχω] αυτός που μετέχει σε κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους νεοελλ. αυτός που συμπράττει με κάποιον, συνεργός («συμμέτοχος στο έγκλημα») αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ συμμέτοχος ο συνιδιοκτήτης … Dictionary of Greek
συμμέτοχον — συμμέτοχος partaking with masc/fem acc sg συμμέτοχος partaking with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμετόχου — συμμέτοχος partaking with masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμετόχους — συμμέτοχος partaking with masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμετόχων — συμμέτοχος partaking with masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμέτοχα — συμμέτοχος partaking with neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμέτοχε — συμμέτοχος partaking with masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμέτοχοι — συμμέτοχος partaking with masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίαση — ἡ (ΑΜ ἴασις, Α ιων. τ. ἴησις) [ιάομαι, ώμαι] θεραπεία, γιατρειά («τὰς τῆς ψώρας ἰάσεις», Πλάτ.) μσν. αρχ. 1. απαλλαγή από κάτι (α. «... ὁ Κύριος... δι ἡμᾱς ἄνθρωπος γέγονεν, ὅπως... τῶν παθῶν τῶν ἡμετέρων συμμέτοχος γενόμενος και ἴασιν ποιήσηται» … Dictionary of Greek